- υποχη
- ὑποχήὑπ-οχήἥ круглая рыболовная сеть Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποχῇ — ὑποχάζομαι give way before fut ind mp 2nd sg (doric) ὑποχέω pour pres subj mp 2nd sg ὑποχέω pour pres ind mp 2nd sg ὑποχέω pour pres subj act 3rd sg ὑποχῆι , ὑποχεύς trulla masc dat sg (epic ionic) ὑποχή a round fishing net fem dat sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχή — ἡ, Α [ὑπέχω] στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ με μακριά χειρολαβή, απόχη … Dictionary of Greek
ὑποχαῖς — ὑποχή a round fishing net fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχαί — ὑποχή a round fishing net fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
πόχα — η, Ν η αλιευτική απόχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόχη / απόχα (< υπόχη), με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ὑποχάς — ὑποχά̱ς , ὑποχή a round fishing net fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχῆς — ὑποχέω pour pres ind act 2nd sg (doric) ὑποχέω pour pres ind act 2nd sg (doric) ὑποχεύς trulla masc nom pl ὑποχεύς trulla masc nom/voc pl ὑποχή a round fishing net fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχέων — ὑποχέω pour pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὑποχέω pour pres part act masc nom sg ὑποχεύς trulla masc gen pl ὑποχέω̆ν , ὑποχεύς trulla masc gen pl ὑποχή a round fishing net fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)